Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
actuation /ˈæk.tʃu.eɪt/ = NOUN: ώθηση, κίνηση; USER: ώθηση, κίνηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση,

GT GD C H L M O
advisory /ədˈvaɪ.zər.i/ = ADJECTIVE: συμβουλευτικός; USER: συμβουλευτικός, συμβουλευτική, συμβουλευτικής, συμβουλευτικών, συμβουλευτικές

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
aircraft /ˈeə.krɑːft/ = NOUN: αεροσκάφος, αερόπλοια; USER: αεροσκάφος, αεροσκαφών, αεροσκάφη, αεροσκάφους, τα αεροσκάφη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
aviation /ˌeɪ.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: αεροπορία, αερόπλοια; USER: αεροπορία, αεροπορίας, αερομεταφορών, αεροπορικών, των αερομεταφορών

GT GD C H L M O
b = NOUN: σι; USER: σι, β,

GT GD C H L M O
became /bɪˈkeɪm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: έγινε, κατέστη, έγιναν, γίνει, άρχισε, άρχισε

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
boulder /ˈbəʊl.dər/ = NOUN: ογκόλιθος, μεγάλος λίθος; USER: ογκόλιθος, Boulder, βράχο, ογκόλιθο, τοποθεσία Boulder

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
commercial /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; NOUN: εμπορική διαφήμηση; USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής

GT GD C H L M O
committee /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
december /dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος; USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ

GT GD C H L M O
degree /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, βαθμό, βαθμού

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
directors /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο

GT GD C H L M O
diversified /diˈvərsiˌfī,dī-/ = VERB: ποικίλλω; USER: διαφοροποιημένη, διαφοροποιημένο, διαφοροποιημένες, διαφοροποιημένων, διαφοροποιημένα

GT GD C H L M O
division /dɪˈvɪʒ.ən/ = NOUN: διαίρεση, τμήμα, μεραρχία, διχασμός, μοίρασια, συνομοταξία, μεταρχία; USER: διαίρεση, τμήμα, Division, κατανομή, διαίρεσης

GT GD C H L M O
donnelly = USER: Donnelly, Ντόνελι,

GT GD C H L M O
effective /ɪˈfek.tɪv/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος, ισχύων; USER: αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές

GT GD C H L M O
elected /ɪˈlekt/ = VERB: εκλέγω, εκλεκτός, αναδείχνω; USER: εκλέγεται, εκλέγονται, εκλεγεί, εκλεγμένους, εξελέγη

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electrical /ɪˈlek.trɪ.kəl/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρολογικός, ηλεκτρική, ηλεκτρικές, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
electronics /ɪˌlekˈtrɒn.ɪks/ = NOUN: ηλεκτρονική, επιστήμη των ηλεκτρονίων; USER: ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικών, Electronics, ηλεκτρονικών ειδών

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
engines /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές

GT GD C H L M O
executive /ɪɡˈzek.jʊ.tɪv/ = ADJECTIVE: εκτελεστικός; NOUN: διευθυντής, ανώτερος υπάλληλος; USER: εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστική, εκτελεστικών, εκτελεστικά

GT GD C H L M O
flight /flaɪt/ = NOUN: πτήση, φυγή, πέταγμα, πτήσις, σειρά; USER: πτήση, πτήσης, πτήσεων, πτήσεις, της πτήσης

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
healthcare /ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inc /ɪŋk/ = USER: inc, Φ.Π.Α., με Φ.Π.Α., βαρών, περ.

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
january /ˈdʒæn.jʊ.ri/ = NOUN: Ιανουάριος, Γενάρης; USER: Ιανουάριος, Γενάρης, Ιαν., Ιανουάριο, Γενάρη

GT GD C H L M O
jet /dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί; VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ; ADJECTIVE: κρουνός; USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση

GT GD C H L M O
joined /join/ = VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: εντάχθηκαν, προσχώρησαν, εντάχθηκε, προσχώρησε, ένωσε

GT GD C H L M O
july /dʒʊˈlaɪ/ = NOUN: Ιούλιος, Αλωνάρης; USER: Ιούλιος, Ιουλ., Ιούλ., Ιούλη, Ιουλ

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
largest /lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
martin /ˈmɑː.tɪn/ = NOUN: χελιδόνι, μικρό χελιδόνι, πετροχελίδονο; USER: χελιδόνι, Martin, Μάρτιν, Ο Martin

GT GD C H L M O
military /ˈmɪl.ɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: στρατιωτικός; USER: στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
moved /muːvd/ = VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: μετακινηθεί, μετακινήθηκε, μετακόμισε, μεταφέρθηκε, κινήθηκε

GT GD C H L M O
museum /mjuːˈziː.əm/ = NOUN: μουσείο; USER: μουσείο, Museum, μουσείου, μουσείων, μουσεία, μουσεία

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
ocean /ˈəʊ.ʃən/ = NOUN: ωκεανός; USER: ωκεανός, Ocean, ωκεανό, ωκεανών, ωκεανού

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
operations /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: πράξεις, επιχειρήσεις, εργασίες, λειτουργίες, ενέργειες

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
positions /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέσεις, θέσεων, τις θέσεις, θέσεις που, θέση

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
president /ˈprez.ɪ.dənt/ = NOUN: πρόεδρος, πρύτανης; USER: πρόεδρος, Πρόεδρε, πρόεδρο, προέδρου, στον Πρόεδρό

GT GD C H L M O
previously /ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού; USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
producer /prəˈdjuː.sər/ = NOUN: παραγωγός, θεατρώνης, μαστροπός; USER: παραγωγός, παραγωγό, παραγωγών, τον παραγωγό, παραγωγού

GT GD C H L M O
promoted /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: προωθείται, προωθηθεί, προωθηθούν, προωθούνται, προώθησε

GT GD C H L M O
provider /prəˈvaɪ.dər/ = NOUN: προμηθευτής, χορηγός; USER: προμηθευτής, πάροχος, παροχής, πάροχο, φορέα παροχής

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
roles /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλους, ρόλων, ρόλοι, τους ρόλους, οι ρόλοι

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
serve /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί

GT GD C H L M O
served /sɜːv/ = VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετείται, σερβίρεται, εξυπηρετούνται, υπηρέτησε, σερβίρονται

GT GD C H L M O
serves /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, υπηρετεί, χρησιμεύει για

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
states /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες

GT GD C H L M O
syracuse = NOUN: Συρακούσαι; USER: Συρακούσες, syracuse, Σίρακιουζ, Συρακουσών

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
trustees /ˌtrʌsˈtiː/ = NOUN: θεματοφύλακας, επίτροπος, επιμελητής, καταπιστευματοδέκτης, θεματοφύλαξ; USER: διαχειριστές, θεματοφύλακες, trustees, επιτρόπους, διαχειριστών

GT GD C H L M O
united /jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος; USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
variety /vəˈraɪə.ti/ = NOUN: ποικιλία, είδος; USER: ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορους, διάφορα

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
vice /vaɪs/ = NOUN: μέγγενη, κακία, ελάττωμα, φαυλότητα, βίτσιο, σφιγκτήρ, φαυλότης, αντικαταστάτης; USER: κακία, μέγγενη, αντιπρόεδρος, αντιπροέδρου, αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
went /went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

120 words